- βασανιστήριος
- βασανιστήριος, -α, -ον (AM) [βασανίζω]μσν.(για πέτρα) η λυδία λίθοςαρχ.(για όργανο) αυτό που χρησιμοποιείται για βασανισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασανιστήριον — question chamber neut nom/voc/acc sg βασανιστήριος of masc/fem acc sg βασανιστήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίοις — βασανιστήριον question chamber neut dat pl βασανιστήριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίου — βασανιστήριον question chamber neut gen sg βασανιστήριος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίων — βασανιστήριον question chamber neut gen pl βασανιστήριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστηρίῳ — βασανιστήριον question chamber neut dat sg βασανιστήριος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστήρια — βασανιστήριον question chamber neut nom/voc/acc pl βασανιστήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)